- εὐθυθάνατος
- εὐθῠ-θάνᾰτος [pron. full] [θᾰ], ον,A quick-killing, mortal,
πληγή Plu.Ant.76
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πληγή Plu.Ant.76
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθυθάνατος — εὐθυθάνατος, ον (Α) αυτός που επιφέρει γρήγορα τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + θάνατος] … Dictionary of Greek
εὐθυθάνατος — quick killing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek